απορώ

απορώ
(AM ἀπορῶ, -έω) [άπορος]
1. βρίσκομαι σε αμηχανία ή σύγχυση
2. ανησυχώ, στενοχωριέμαι
μσν.- νεοελλ.
εκπλήσσομαι, παραξενεύομαι
αρχ.-μσν.
(μτχ. πρκμ.) ὁ ἠπορημένος
φτωχός, δυστυχισμένος
αρχ.
1. είμαι άπορος, στερούμαι των μέσων διαβίωσης
2. διστάζω
3. φρ. «ἀπορῶ μή» — φοβάμαι μήπως
4. (διαλεκτ.) προβάλλω απορία
5. (παθ. μτχ.) ἀπορούμενον ή ἀπορηθέν
δυσκολία, πρόβλημα
6. απρόσ. ἀπορεῑται
υπάρχει πρόβλημα, δυσκολία
7. (για πράγματα) παραμελούμαι, δεν λαμβάνεται πρόνοια για μένα
8. στερούμαι, έχω ένδεια, έχω ανάγκη από κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απορώ — απορώ, απόρησα, απορημένος βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: απορώ : η μτχ. απορημένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ γεμάτος απορία, αμηχανία, έκπληξη) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απορώ — ησα, ημένος 1. δεν ξέρω τι να κάμω, βρίσκομαι σε αμηχανία: Ο Ηρακλής απορούσε ποιο δρόμο να ακολουθήσει. 2. ξαφνιάζομαι, δεν μπορώ να εξηγήσω: Απορώ, γιατί δεν ήσουνα στο γάμο του ανιψιού σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπορῶ — ἀφοράω look away from pres imperat mid 2nd sg (ionic) ἀφοράω look away from pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἀφοράω look away from pres subj act 1st sg (ionic) ἀφοράω look away from pres ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόρῳ — ἄπορος without passage masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόρωι — ἀπόρῳ , ἄπορος without passage masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμάζω — και θαμάζω (AM θαυμάζω, Α ιων. τ. θωμάζω) 1. βλέπω κάτι με θαυμασμό, με ευχαρίστηση και έκπληξη (α. «και τους ναούς σου θαύμασα, τών Κελτών ιερά πόλις», Κάλβ β. «τύχη θαυμάσαι μέν ἀξία», Σοφ.) 2. μένω έκθαμβος, μένω κατάπληκτος, εκπλήσσομαι (α.… …   Dictionary of Greek

  • προσαπορώ — έω, Α απορώ επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπορῶ] …   Dictionary of Greek

  • συνθαυμάζω — Α 1. απορώ μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο 2. θαυμάζω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θαυμάζω «εκπλήττομαι, απορώ»] …   Dictionary of Greek

  • Despina Vandi Live — Despina Vandi: Live Live album by Despina Vandi Released December 08, 2003 Recorded 2003 …   Wikipedia

  • άγαμαι — ἄγαμαι (Α) 1. θαυμάζω, εκπλήττομαι, απορώ 2. ευφραίνομαι, βρίσκω ευχαρίστηση σ’ ένα πρόσωπο ή σ’ ένα πράγμα 3. ζηλεύω, φθονώ, οργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την ίδια ρίζα με το ἀγα . ΠΑΡ. ἀγαμένως, ἀγαστός, ἄγη, ἀγητός, ἀγαίομαι, ἀγάζομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”